-
1 ανωτερος
-
2 ανώτερος
η, ο [α, ον]1) верхний;ανώτερο στρώμα — верхний слой;
2) больший;ανώτερο μήκος — большая длина;
3) лучший, превосходный;ανώτερη ποιότητα — высокое качество;
4) стоящий выше, старший (по положению и т. п.);ανώτεροι αξιωματικοί — старшие офицеры;
ανώτερο δικαστήριο — суд более высокой инстанции;
§ ανώτερος άνθρωπος — благородный человек;
λόγω ανωτέρας βίας вынужденно, по необходимости; по уважительной причине;ανώτερος πάσης υποψίας — быть выше подозрения;
καί εις ( — или καί σ·) ανώτερα — желаю тебе ещё больших успехов (в работе)
-
3 ἀνώτερος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνώτερος
-
4 ανώτερος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανώτερος
-
5 ἀνώτερος
более высокий, высший, выше; а также прежде.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνώτερος
-
6 ανώτερος
[анотэрос] εκ. высшийΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανώτερος
-
7 ανώτερος
[анотэрос] επ высший. -
8 προορισμός
ο1) назначение; предназначение; призвание; миссия;ο ανώτερος προορισμός — высокая миссия;
υψηλός προορισμός — высокое призвание;
προορισμός μου είναι... — моё призвание в том...;
2) место назначения;σταθμός προορισμού — станция назначения;
φτάνω στον προορισμό μου — доходить до места назначения
-
9 υπάλληλος
ος, ο[ν] 1. подчинённый;υπάλληλος εννοια — узкое понятие;
υπάλληλος κρίσις — частное суждение;
2. (ο, η) служащей, -ая; сотрудни|к, -ца (учреждения);δημόσιος υπάλληλος — государственный служащий, чиновник;
τραπεζικός (εμπορικός) υπάλληλος — банковский (торговый) служащий;
ανώτερος υπάλληλος — старший сотрудник
-
10 υπόνοια
η1) подозрение;έχω (την) υπόνοια — подозревать;
γιά να μού φύγει κάθε υπόνοια — чтобы рассеять всякое подозрение;
ανώτερος πάσης υπόνοίας — вне подозрений, выше подозрений;
2) предположение, догадка, гипотеза -
11 κλήρος
κλήρος οдуховенство, клир Церкви:ανώτερος κλήρος (επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι) высший клир (епископы, священники, дьяконы)
κατώτερος κλήρος (υποδιάκονοι, αναγνώστες, ψάλτες) низший клир (иподьяконы, чтецы, певчие)
Этим.< дргр. κλήρος, первоначальное значение «часть (от целого) < κλώ (-άω) «разделять, разъединять» < инд. qul(e) «разъединять». Церковное значение слова восходит к средневековью. Из греческого слово вошло во многие языки: англ. clergy, лат. clericus, рус. клирик5 -
12 511
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 511
См. также в других словарях:
ἀνώτερος — upper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο αυτός που βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον άλλο, ο εξαιρετικός: Τον γνωρίζω καλά, είναι άνθρωπος ανώτερος. Φρ. «ανώτερος χρημάτων», αφιλοκερδής, «ανώτερος υποψίας», που δεν μπορούν να υποψιαστούν (συγκριτικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνωτέρων — ἀνώτερος upper fem gen pl ἀνώτερος upper masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρως — ἀνώτερος upper adverbial ἀνώτερος upper masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώτερον — ἀνώτερος upper masc acc sg ἀνώτερος upper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυλάρχης — Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι… … Dictionary of Greek
Τσολάκογλου, Γεώργιος — Ανώτερος στρατιωτικός (1886 – 1948). Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα (1941) και κατέλαβαν τα Γρεβενά, απομόνωσαν τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε νικηφόρα στην Αλβανία. Ο στρατηγός T., που βρισκόταν τότε επικεφαλής τμήματος στρατού στο… … Dictionary of Greek
ἀνωτέραις — ἀνώτερος upper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέρη — ἀνώτερος upper fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτέροις — ἀνώτερος upper masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)